- πανθιωνάριος
- πανθιωνάριος, ον,A in the form of the Pantheon,
μυροθήκη POxy.1026.21
(v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροθήκη POxy.1026.21
(v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανθιωνάριος — ό, Α αυτός που έχει τη μορφή ή το σχήμα τού πανθέου («πανθιωνάριος μυροθήκη», πάπ.) … Dictionary of Greek